…Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον «πατέρα του ψεύδους», τον Διάβολον, «ότι ψεύστης εστίν και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των διά του κακού, να φθάσουν εις την «αλήθειάν» των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9)….
Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του Αγίου Μαξίμου: «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τί γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγόμενα εις εν; Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι. μη ούτω μανείην. αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών. προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε και αγάπης θείας χωρισμόν το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν» (Αγ. Μαξίμου Ομ. PG 91).
…Μόνον μέσα εις την Εκκλησίαν, εις το μοναδικόν τούτο Παμμυστήριον του Χριστού, δύναται να γίνη λόγος περί των Μυστηρίων. Διότι η Εκκλησία η Ορθόδοξος, ως το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κριτήριον των Μυστηρίων και όχι το αντίθετον. Τα Μυστήρια δεν δύνανται να αναβιβάζωνται υπεράνω της Εκκλησίας ούτε να θεωρώνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ’ αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις διά της μετανοίας εκ της αιρετικής «εκκλησίας», δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ’ αυτής διά της μετανοίας, μέχρι τότε είναι αυτός διά την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β’ Κορ. 6, 14).
Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος, με την εξουσίαν την οποίαν έλαβεν από τον Θεάνθρωπον, δίδει εντολήν: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτ. 3, 10). Εκείνος, λοιπόν, ο οποίος, όχι μόνον δεν παραιτείται από τον «αιρετικόν άνθρωπον», αλλά δίδει εις τούτον και Αυτόν τον Κύριον εν τη θεία Ευχαριστία, αυτός ευρίσκεται εις την αποστολικήν και θεανθρωπίνην αγίαν πίστιν; Επί πλέον ο ηγαπημένος Μαθητής του Κυρίου Ιησού, ο Απόστολος της αγάπης, δίδει εντολήν: άνθρωπον ο οποίος δεν πιστεύει εις την σάρκωσιν του Χριστού και δεν παραδέχεται την ευαγγελικήν περί Αυτού ως Θεανθρώπου διδασκαλίαν «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν» (Β’ Ιω. 1, 10).
Ο Κανών ME’ των αγίων Αποστόλων βροντοφωνεί: «Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω. ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρείσθω». Η εντολή αύτη είναι σαφής, ακόμη και διά την συνείδησιν του κώνωπος. Δεν είναι έτσι;
Ο Κανών ΞΔ’ των αγίων Αποστόλων διατάσσει: «Ει τις κληρικός, ή λαϊκός, εισέλθη εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Και τούτο είναι σαφέστατον και διά την πλέον πρωτόγονον συνείδησιν.
Ο Κανών MS’ των Αγίων Αποστόλων: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν καθαιρείσθαι προστάττομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Είναι οφθαλμοφανές και διά τους αομμάτους ότι η εντολή αυτή ορίζει κατηγορηματικώς ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζωμεν εις τους αιρετικούς ουδέν άγιον Μυστήριον και ότι πρέπει να θεωρώμεν αυτά ως άκυρα και άνευ θείας Χάριτος.
Ο θεόπνευστος φορεύς της αποστολικής και αγιοπατερικής καθολικής Παραδόσεως της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευαγγελίζεται εκ της καρδίας όλων των αγίων Πατέρων, όλων των αγίων Αποστόλων, όλων των αγίων Συνόδων της Εκκλησίας την εξής θεανθρωπίνην αλήθειαν: «Ουκ έστι τύπος ο άρτος και ο οίνος του Σώματος και Αίματος του Χριστού (μη γένοιτο), αλλ’ αυτό το Σώμα του Κυρίου τεθεωμένον… Δι’ αυτού καθαιρόμενοι ενούμεθα τω Σώματι Κυρίου και τω Πνεύματι Αυτού, και γινόμεθα Σώμα Χριστού (= η Εκκλησία)… Μετάληψις δε λέγεται. δι’ αυτής γάρ της Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δε λέγεταί τε και εστιν αληθώς, διά το κοινωνείν ημάς δι’ αυτής τω Χριστώ και μετέχειν Αυτού της σαρκός τε και της θεότητος. κοινωνείν δε και ενούσθαι αλλήλοις δι’ αυτής. επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες εν Σώμα Χριστού και εν Αίμα, και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάση δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών μήτε διδόναι. «Μη δώτε γαρ τα άγια τοις κυσίν, ο Κύριός φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. 7, 6), ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Ει γαρ πάντως ένωσίς εστι προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα. Εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αυτή γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης. Πάντες γαρ εν σώμα εσμεν, ότι εκ του ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»1.
Ο ατρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών αναγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους όλων των κόσμων: «Το γαρ κοινωνείν παρά αιρετικού ή προφανώς διαβεβλημένου κατά τον βίον αλλοτριά Θεού και προσοικειοί τω Διαβόλω»2. Κατά τον ίδιον ο άρτος των αιρετικών δεν είναι «σώμα Χριστού»3. Διά τούτο, «Ως ουν ο θείος άρτος υπό των Ορθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τους μετόχους εν σώμα αποτελεί. ούτω δη και ο αιρετικός κοινωνούς τους ούτω αυτού μετέχοντας αλλήλων απεργαζόμενος, εν σώμα αντίθετον Χριστώ παρίστησι»4. Επί πλέον, «Η παρά των αιρετικών κοινωνία ου κοινός άρτος αλλά φάρμακον (= δηλητήριον), ου σώμα βλάπτον, αλλά ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον»5….
(Από το βιβλίον ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ).
No Response to "Μόνον μέσα εις την Εκκλησίαν"
Δημοσίευση σχολίου