Είναι, αναμφίβολα, ο μύχιος πόθος της καρδιάς, αλλά και το μέγιστο σκάνδαλο του νου, η ομολογία της πίστεώς μας «προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Δεν αφανίζει τη ζωή μας το φτυάρι του νεκροθάφτη. Δεν την οριοθετεί το πένθιμο κυπαρίσσι εκεί, στο νιόσκαφτο μνήμα. Είναι ασύνορη, αιώνια η ζωή μας. Κι όπως όλοι θα πεθάνουμε, επίσης όλοι θα αναστηθούμε! Ποιος το μαρτυρεί, ποιος το βεβαιώνει αυτό; Η ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ας δώσουμε το λόγο στον θεόπνευστσ κήρυκα της Αναστάσεως, τον απόστολο Παύλο, που αναπτύσσει διεξοδικά το θέμα στο 15ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους Επιστολής του. Από εκείνη την αποστολική διδασκαλία μεταφέρω τη σχετική παράγραφο (Α' Κορ. 15,12-20).
Κάποιοι από τους χριστιανούς της Κορίνθου δέχονταν μεν την ανάσταση του Ιησού Χριστού, αλλά είχαν αμφιβολίες για την ανάσταση των νεκρών σωμάτων και ζητούσαν λογικές αποδείξεις, για να πεισθούν. Απευθύνοντας σ’ αυτούς το λόγο ο απόστολος Παύλος αναφέρει μία αλυσίδα επιχειρημάτων, τα οποία μάλιστα διατυπώνει σύμφωνα με τη μαθηματική μέθοδο της «εις άτοπον απαγωγής». Όπως γνωρίζουν όσοι διδάχθηκαν μαθηματικά, η επιστημονική αυτή μέθοδος ξεκινά από μία εσφαλμένη υπόθεση, την οποία προσπαθεί να αποδείξει χρησιμοποιώντας ορθές προτάσεις. Επειδή όμως η υπόθεση δεν είναι σωστή, ο συλλογισμός καταλήγει σε συμπεράσματα αντιφατικά και "άτοπα», δηλαδή παράλογα. Αυτά τα άτοπα συμπεράσματα πείθουν ότι δεν είναι σωστή η αρχική βάση και, επομένως, αναιρείται, απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, η εσφαλμένη πρόταση από την όποια ξεκινά το συλλογισμό ο απόστολος είναι: «Δεν είναι δυνατόν να αναστηθεί νεκρός, άρα ο Χριστός δεν αναστήθηκε». Αν δεχθούμε ότι ισχύει αυτή η πρόταση, όπως πολλοί και σήμερα ισχυρίζονται, θα πρέπει να δεχθούμε επίσης τις παρακάτω συνέπειες, που στηρίζονται σ' αυτήν:
Πρώτη: Το κήρυγμα των αποστόλων, δηλαδή αυτό το ίδιο το Ευαγγέλιο, είναι κενό, κούφια λόγια χωρίς αντίκρισμα.
Δεύτερη: Η πίστη των χριστιανών, δηλαδή η Εκκλησία, είναι κενή, κούφια, ανυπόστατη.
Τρίτη: Ως κήρυκες της Αναστάσεως οι απόστολοι συλλαμβάνονται και αποδεικνύονται ψευδομάρτυρες, συκοφάντες και θεοεμπαίκτες, διότι κηρύττουν στον κόσμο ένα μεγάλο ψέμα, ότι ο Θεός ανέστησε τον Χριστό, ενώ δεν τον ανέστησε.
Τέταρτη: Η πίστη των χριστιανών είναι μάταιη, ανώφελη, απατηλή και βλαβερή. Υπόσχεται τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά τον οδηγεί στην καταστροφή, αφού τα πάντα διαλύονται και χάνονται μέσα στον τάφο.
Πέμπτη: Οι λυτρωμένοι εν Χριστώ, οι πιστοί, παραμένουν αλύτρωτοι στη σκλαβιά της αμαρτίας και των παθών τους. Ποιος να τους λυτρώσει, αφού ο Χριστός δεν αναστήθηκε;
Έκτη: Οι κεκοιμημένοι αδελφοί, τα προσφιλή μας πρόσωπα που πέθαναν με ττίστη στον Χριστό, Εξαφανίσθηκαν, δεν υπάρχουν, αφού δεν υπάρχει τίποτε πέραν του τάφου.
Έβδομη: "Εμείς οι πιστοί, τα μέλη της Εκκλησίας, είμαστε τα πιο δυστυχισμένα και ελεεινά πλάσματα της γης, αφού δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε άλλη ζωή, μετά τον θάνατο." Αν όντως δεν υπάρχει μεταφυσική πραγματικότητα, οι άνθρωποι είναι πιο τραγικοί από τα ζώα, διότι αυτοί ποθούν το αιώνιο, ενώ τα ζώα δεν έχουν μεταφυσικές ανησυχίες. Παρόμοια, οι πιστοί είναι πολύ πιο δυστυχισμένοι από τους άπιστους, οι οποίοι είναι άγευστοι της ουράνιας πραγματικότητας και αδιάφοροι για την ύπαρξή της.
Για τους χριστιανούς, που έχουν εμπειρίες στην εν Χριστώ ζωή, είναι εντελώς παράλογες, άτοπες, οι παραπάνω επτά προτάσεις. Άρα είναι παράλογη και απορρίπτεται και η αρχική πρόταση στην όποια στηρίζονται. Είναι λάθος ότι "δεν μπορούν να αναστηθούν οι νεκροί και ούτε ο Χριστός αναστήθηκε». Η αλήθεια δηλώνει το ακριβώς αντίθετο: Ο Χριστός αναστήθηκε και οι νεκροί θα αναστηθούν. Από αυτή την πραγματικότητα απορρέουν οι επτά συνέπειες που αναφέρονται στη συνέχεια:
Πρώτη: Το αποστολικά κήρυγμα αποτελεί αναντίρρητη πραγματικότητα και σωτήρια αλήθεια. Θεμελιώνει την ιστορική μαρτυρία στην προφητεία και μαρτυρείται από το βίωμα και την εμπειρία των πιστών. Όπως ο πεινασμένος, ο οποίος έφαγε και χόρτασε, γνωρίζει πολύ καλά ότι το πιάτο που του έδωσαν περιείχε νόστιμο και θρεπτικό φαγητό. Όπως ο διψασμένος, ο οποίος ήπιε και ξεδίψασε, είναι βέβαιος ότι το ποτήρι του δεν ήταν άδειο, έτσι και οι χριστιανοί έχουν βεβαιότητα και γεύση ότι το κήρυγμα των αποστόλων δεν είναι κούφια λόγια. Οι ίδιοι οι Κορίνθιοι έχουν προσωπική εμπειρία της γλυκύτητος και του πνευματικού χορτασμού, που στάλαξε στην καρδιά τους ο λόγος του ευαγγελίου. Δεν είναι κούφια λόγια αυτά. Είναι φως και αλήθεια και ζωή!
Δεύτερη: Η πίστη των χριστιανών, η Εκκλησία του Χριστού, είναι μία ιστορική πραγματικότητα, που συνεχίζει τη ζωή και το έργο του Χριστού. Μπορεί να τη δέχονται ή να την απορρίπτουν οι άνθρωποι. Ανεξάρτητα όμως από τη θέση που ο καθένας παίρνει απέναντί της, η Εκκλησία είναι μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Μπορεί π.χ, κάποιος να μη εκκλησιάζεται ποτέ, αλλά δεν μπορεί για το λόγο αυτό να ισχυρισθεί ότι δεν υπάρχουν καν ναοί!
Τρίτη: Οι απόστολοι -μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο Παύλος, γνωστός και οικείος στους Κορινθίους- είναι οι αληθινοί μάρτυρες του ευαγγελίου του Χριστού• δεν είναι ψευδομάρτυρες ούτε θεοεμπαίκτες. Το βεβαιώνει αυτό η ίδια η ζωή τους. Με τα παθήματά τους για χάρη του αναστημένου Χριστού επισφραγίζουν όσα μαρτυρούν με το κήρυγμα τους. Θα θυσίαζαν τη ζωή τους για την Ανάσταση, αν αυτή ήταν ένα ψέμα; Θα τολμούσαν να συνδέσουν ένα ψέμα με το πρόσωπο του Θεού;
Τέταρτη: Η πίστη των χριστιανών οδηγεί στη σωτηρία. Δεν έχει καμία σχέση με τα όργια και τις ασχήμιες που χαρακτήριζαν τις ειδωλολατρικές θρησκείες, των όποιων τη διδασκαλία γνώριζαν οι πιστοί, διότι υπήρξαν κι αυτοί ειδωλολάτρες. Η χριστιανική πίστη εμπνέει την αγνότητα και καθαρότητα της ζωής, διδάσκει την αγάπη και συμπαράσταση στους ενδεείς, τη συγχώρηση στους εχθρούς. Οι ωφέλειές της δεν αφορούν μόνο στα μετά το θάνατο. Πλουτίζουν και ομορφαίνουν και την παρούσα ζωή.
Πέμπτη: Οι ίδιοι οι χριστιανοί προς τους οποίους απευθύνεται ο Παύλος, με τη νέα εν Χριστώ ζωή τους, αποδεικνύουν ότι δεν είναι άκαρπη η πίστη τους. Χάρη σ’ αυτή μεταφέρθηκαν από το σκοτάδι στο φως. Από τα δόντια του λέοντος διαβόλου στην αγκαλιά του Χριστού. Αυτοί που κάποτε υπήρξαν εμπαθείς, γεμάτοι κακίες και ηθικές ατασθαλίες, τώρα έχουν αλλάξει ζωή. Βιώνουν στην ίδια την ύπαρξή τους αυτή την υπέροχη αλλαγή, τη χαίρονται και δοξάζουν τον Θεό. Αλλά η αλλαγή τους είναι φανερή και στο περιβάλλον τους, ομολογείται από την κοινωνία όλης της πόλεως.
Έκτη: Οι χριστιανοί της Κορίνθου είχαν εμπειρία ενός … γεγονότος... : Υπήρχε ζωντανή επικοινωνία μεταξύ θριαμβεύουσας και στρατευόμενης Εκκλησίας. Δηλαδή, οι εν Χριστώ κεκοιμημένοι αδελφοί πληροφορούσαν με διάφορα σημεία τους ζώντες ότι κι αυτοί που έχουν πεθάνει είναι ζωντανοί ενώ τα νεκρά σώματά τους κοιμούνται στους τάφους, οι ψυχές τους ζουν στη χώρα των ζώντων. Ήδη κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου π.χ. οι απόστολοι είδαν και άκουσαν τους προφήτες Μωυσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο (Μτθ 17, 3' πρβλ. Μρ. 9, 4- Λκ 9, 30 - 32), άρα δεν είχαν εξαφανισθεί κι ας είχαν πεθάνει. Εκείνη η εμπειρία μαρτυρεί ότι δεν είναι δυνατόν να εξαφανίστηκαν τόσοι άγιοι και πνευματικοί άνθρωποι, προφήτες και μάρτυρες, που για το όνομα του Χριστού βάδισαν «δια της στενής οδού» και έδωσαν τη ζωή τους γι' Αυτόν.
Το επιχείρημα αυτό του αποστόλου Παύλου επιβεβαιώνουν ανά τους αιώνες τα ιερά λείψανα των αγίων. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη ιστορείται ότι το οστά τού προφήτη Έλισαίου άνέστησαν έναν νεκρό στρατιώτη (Δ Βα 13,21). Αλλά και μέχρι σήμερα τα λείψανα των άγιων, που αποπνέουν εύωδία, και τα τόσα σημεία, που με τη χάρη τους επιτελούνται, μαρτυρούν ότι οι κεκοιμημένοι άγιοι είναι ζωντανοί και οπωσδήποτε θα αναστηθούν.
Έβδομη: Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος πιστοποιούν Tηv κατάσταση της χάρης, την όποια οι χριστιανοί απολαμβάνουν ως μέλη της Εκκλησίας. Στις θλίψεις και στις τρικυμίες της ζωής μπορούν να παραμένουν χαρούμενοι και ειρηνικοί. Γράφει χαρακτηριστικά ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος: «Ζούμε εδώ με ποικίλους κινδύνους. Πιεζόμαστε από το λιμό, βασανιζόμαστε συνεχώς και αλλάζουμε τα δεσμωτήρια της οικουμένης. Ανέστιοι και μετανάστες παλεύουμε με αλλεπάλληλα κύματα. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, διότι έχουμε όχημα, καλή ελπίδα και εχέγγυο της δίκης μας αναστάσεως την ανάσταση του Σωτήρα μας». Η ελπίδα και η χαρά που απολαμβάνουμε στον κόσμο αυτό αποτελούν προκαταβολή και πρόγευση για τη μέλλουσα χαρά και ελπίδα μας. Η μετά θάνατον πραγματικότητα, λοιπόν, είναι συνέχεια και επέκταση της τωρινής ζωής μας μέσα στη χάρη του Χριστού. Δεν αμφιβάλλει για την ανάσταση εκείνος, που ήδη ζει την αναστημένη εν Χριστώ ζωή. Όταν χλομιάζει και ατονεί η πίστη μας στο γεγονός της αναστάσεως, σ' αυτό «τών αγαθών το κεφάλαιον», κατά την έκφραση του άγιου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ας προσέξουμε την ειλικρίνεια και συνέπεια της πνευματικής μας ζωής.
Του κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομ. Καθ. Πανεπιστημίου
πηγή
No Response to "Και βέβαια θα αναστηθούμε!"
Δημοσίευση σχολίου